HISTORICAL STUDIES

Ιστορικές μελέτες

Η μελέτη παρουσιάζει τα αποτελέσματα της ισοτοπικής και αρχαιομετρικής ανάλυσης του μαρμάρου που χρησιμοποιήθηκε για τα ρωμαϊκά επιτύμβια ανάγλυφα της Αιγαιακής Θράκης. Η μελέτη αυτή συμπληρώνει την μονογραφία της κ. Δήμητρας Ανδριανού για τα επιτύμβια ανάγλυφα της Αιγαιακής Θράκης (Μελετήματα 75) και θα δημοσιευθεί στο περιοδικό της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής (ASAtene) σε συνεργασία με τον γεωλόγο κ. Lorenzo Lazzarini.

Το έργο αποτελεί τμήμα του τελευταίου τόμου της σειράς Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση με συμπληρώσεις και διορθώσεις (Κ-Ο). Συνίσταται στον εμπλουτισμό και την ενοποίηση της βιβλιογραφίας, καθώς και στις διορθώσεις και συμπληρώσεις των λημμάτων των ζωγράφων του 2ου τόμου του έργου, ο οποίος εκδόθηκε το 1997. Τα λήμματα των ζωγράφων εμπλουτίζονται στα βιογραφικά στοιχεία και στην καταγραφή των έργων (φορητές εικόνες, τοιχογραφημένοι ναοί).

Ελληνικός τίτλος: «Το αγαλματικό έθος στην καρδιά του μακεδονικού βασιλείου: μια ιστορία σε σπαράγματα».

Η μελέτη συγκεντρώνει όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά ευρήματα ολόγλυφων έργων πλαστικής, τόσο μεγάλης όσο και μικρής κλίμακας (αγάλματα και αγαλμάτια), καθώς και τις ενεπίγραφες βάσεις που θα στήριζαν αγάλματα ή αγαλμάτια, από την αρχαία πόλη της Πέλλας, την δεύτερη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, ως «μελέτη περίπτωσης» (case study). Με κύριο στόχο την ανασύνθεση του «γλυπτικού τοπίου» στην μακεδονική πρωτεύουσα και την ανίχνευση των αντιλήψεων που διαμόρφωναν την αναπαράσταση διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο, συνεξετάζει τα αγάλματα και αγαλμάτια θνητών με παραστάσεις από την σφαίρα των αναγλύφων, της ζωγραφικής και των ψηφιδωτών, με χαμένα σήμερα έργα που μαρτυρούνται από τις φιλολογικές πηγές, καθώς και με αγάλματα και αγαλμάτια θεοτήτων που είναι γνωστά από την Πέλλα και την περιοχή της.

Η μελέτη αποσκοπεί σε μία συνολική παρουσίαση τόσο της εθνογένεσης όσο και της επέκτασης των πρώιμων Σλάβων στην Ανατολική, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τους 5ο-7ο αι. Με βάση τα σημερινά γεωγραφικά όρια, θα επιχειρηθεί η παρουσίαση του ζητήματος για κάθε μία σύγχρονη χώρα ξεχωριστά προκειμένου να καταδειχθούν οι εθνολογικές και πολιτισμικές μεταβολές που επέφερε η σλαβική μετανάστευση κατά τη μετάβαση από την ύστερη Αρχαιότητα στον πρώιμο Μεσαίωνα.

Ο προξενικός θεσμός αποτελεί βασικό συνδετικό κρίκο της μεσογειακής οικονομίας κατά τα νεότερα χρόνια, καθώς ο διορισμός προσώπων τα οποία πρέσβευαν τα συμφέροντα των Δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε νησιά και παράκτιες πόλεις της ανατολικής Μεσογείου διασφάλιζε τις οικονομικές συναλλαγές και επέτρεπε την εγκατάσταση ξένων εμπόρων στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Ενώ για τους μείζονες ιστοριογράφους της αρχαιοελληνικής γραμματείας έχουν συνταχθεί διάφοροι συνοδευτικοί τόμοι (companion volumes) με λεπτομερή σχολιασμό, για τα ιστοριογραφικά έργα της βυζαντινής γραμματείας ελάχιστα είναι τα αντίστοιχα αυτοτελή βοηθήματα (π. χ. το commentary στο De administrando imperio [1962], το βιβλίο του N. Zorzi για τον Χωνιάτη [2008], το βιβλίο του J. Haldon για τα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ΄ [2014]), η σχολιασμένη αγγλική μετάφραση της R. Macrides για τον Ακροπολίτη (2007). Στην σύνταξη ενός παρεμφερούς companion volume/commentary αποσκοπεί η παρούσα ενότητα, καθώς η νέα κριτική έκδοση του ιστοριογραφικού έργου του Παχυμέρη από τον A. Failler ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον ιστοριογράφο, παρέχοντας το έναυσμα να συνταχθούν πολλές μελέτες που διαφωτίζουν επί μέρους προβλήματα του έργου. Η άφθονη και διάσπαρτη συναφής βιβλιογραφία θα αξιοποιηθεί ώστε να συνταχθεί ένα χρήσιμο εργαλείο έρευνας που θα συντελέσει στην καλύτερη γνωριμία μας με το έργο του Παχυμέρη.

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι ο ρόλος της Κλασικής Φιλολογίας και των φορέων της κατά τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο κυρίως της Φιλοσοφικής Σχολής του Οθωνείου Πανεπιστημίου. Η συγκρότηση της επιστήμης της κλασικής φιλολογίας κατά τον 19ο αι. στην Ελλάδα αποτελεί μια διαδικασία η οποία συνδέεται στενά με τις συνθήκες οικοδόμησης του νέου κράτους. Εξετάζονται οι αντικειμενικοί και ιδεολογικοί παράγοντες που προσδιόρισαν τα όρια μιας κατεξοχήν «ευνοημένης» -από ιδεολογική άποψη- στις λόγιες συνειδήσεις, επιστήμης με προνομιακή θέση στο πρόγραμμα σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής. Ανιχνεύεται η σχέση της με την κοραϊκή παράδοση της προεπαναστατικής περιόδου, καθώς και η επιρροή των ευρωπαϊκών σπουδών των φορέων της.

Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ερευνηθεί, εκτός από ελάχιστες αναφορές στην υπάρχουσα ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Βασίζεται σε αδημοσίευτο αρχειακό υλικό που εναπόκειται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, όπου έχει μεταφερθεί το Αρχείο των Borgognoni. Στο πρώτο μέρος της εν λόγω μονογραφίας εξετάζονται η γεωγραφική θέση, το είδος και το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας που διέθετε η βενετική μονή του Αγίου Θωμά των Borgognoni στην Κρήτη τον 16ο αι., καθώς και η κοινωνική και οικονομική ταυτότητα των προσώπων που καλλιεργούσαν τις μοναστικές γαίες. Στο δεύτερο μέρος δημοσιεύονται οι συμβολαιογραφικές πράξεις του νοταρίου Ιωάννη Σεμεργού, στις οποίες καταγράφονται διεξοδικά οι χρεώστες και τα ποσά που όφειλαν στη μονή μεταξύ των ετών 1558-1560.

Εκτενής μελέτη με αντικείμενο τις μετακινήσεις των κρητικών τεχνιτών εντός και εκτός της Κρήτης, αλλά και των εγκαταστημένων στο νησί ξένων τεχνιτών. Απώτερος στόχος είναι να καταδειχθεί ότι οι μετακινήσεις και η συνύπαρξη γηγενών και επήλυδων τεχνιτών συντέλεσαν στη διαμόρφωση της υψηλής τεχνογνωσίας που παρατηρείται σε μεταποιητικούς κλάδους του νησιού στη διάρκεια της βενετικής περιόδου.

Στο άρθρο παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη και επιχειρείται η χωροθέτηση των Σαπαίων, θρακικού φύλου η κοιτίδα του οποίου τοποθετείται —σε γενικές γραμμές— στον ορεινό όγκο της ΝΔ Ροδόπης. Όντας ένα από τα μακροβιότερα και σημαντικότερα φύλα της Θράκης, οι Σαπαίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα κατά τους ελληνιστικούς και πρώϊμους ρωμαϊκούς χρόνους.

Στο άρθρο παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη και επιχειρείται η χωροθέτηση των Κορπίλων, θρακικού φύλου της νότιας Θράκης, στην περιοχή του κάτω ρου του Έβρου ποταμού. Στο άρθρο εξετάζεται η σχέση τους με τους Σαπαίους —το έτερο σημαντικό φύλο της περιοχής— και σκιαγραφείται η σταδιακή εξέλιξή τους από τη φυλετική στην αστική οργάνωση.

Εκτός από πολιτικός και διπλωμάτης, ο Ίων Δραγούμης υπήρξε συγγραφέας κειμένων με σπάνια εσωτερικότητα. Πιθανόν τα ημερολόγιά του να είναι τα πλέον σημαντικά ημερολόγια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μαζί με εκείνα του Γιώργου Σεφέρη, τόσο από άποψη λογοτεχνική, όσο και σε ό,τι αφορά τον πρωτογενή στοχασμό που περιέχουν. Η μελέτη αυτή εξετάζει το γραπτό είδωλο του συγγραφέα στα ημερολόγιά του, ανιχνεύοντας τα φιλοσοφικά σημεία αναφοράς (Maurice Barrès, Nietzsche) του Δραγούμη, όσο και μία λανθάνουσα, πρωτότυπη φιλοσοφική προβληματική γύρω από την σχέση βιώματος, μνήμης και γραφής.
Το άρθρο προορίζεται για προσεχή τόμο των Etudes Balkaniques με θέμα mémoire et identité nationale (επιμ. Κώστας Θεολόγου).

Στο βιβλίο εκδίδονται και σχολιάζονται δεκαεπτά εκθέσεις βενετών αξιωματούχων του διαμερίσματος Χανίων κατά τους 16ο-17ο αι. Πρόκειται για τις εκθέσεις πεπραγμένων που, μετά τη λήξη της θητείας τους, υπέβαλαν οι ρέκτορες του διαμερίσματος φτάνοντας στη Βενετία. Σε αυτές περιέγραφαν τις κινήσεις τους κατά το διάστημα που άσκησαν την εξουσία, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στον χώρο ευθύνης τους.

A supplement to the corpus of inscriptions from Upper Macedonia (Th. Rizakis and G. Touratsoglou, Έπιγραφὲς Ἄνω Μακεδονίας, Athens 1985), containing for each inscription published in the corpus a translation of the text in English, an update apparatus, more recent bibliography and updated commentary (when necessary), and entries on all inscriptions on stone published after the publication of the corpus.

A supplement to the corpus of inscriptions from Beroia (L. Gounaropoulou and M. B. Hatzopoulos, Έπιγραφὲς Κάτω Μακεδονίας, Τεῦχος Α΄. Ἐπιγραφὲς Βεροίας, Athens 1998), containing for each inscription published in the corpus a translation of the text in English, an updated apparatus, more recent bibliography and updated commentary (when necessary), and entries on all inscriptions on stone published after the publication of the corpus.

Η θεωρητική πρόβλεψη του μποζονίου Higgs υπήρξε αναμφισβήτητα μία από τις σπουδαιότερες συνεισφορές στη φυσική των σωματιδίων τον 20ό αιώνα, με σημαντικές επιπτώσεις στη σύγχρονη κοσμολογία. Η ανακοίνωση της ανακάλυψής του το 2012 εκθειάστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά επιτεύγματα όλων των εποχών. Ο δημόσιος διάλογος που ακολούθησε πυροδοτήθηκε από την αναφορά αυτού του σωματιδίου ως το «σωματίδιο του Θεού». Η συζήτηση σχετικά με τη σχέση επιστήμης-θρησκείας αναζωογονήθηκε για άλλη μια φορά και εκδηλώθηκαν πολλές θεολογικά ενημερωμένες απόψεις. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται και συγκρίνονται οι έγκυρες απόψεις της Καθολικής Εκκλησίας και της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και σε αντιπαράθεση με άλλες απόψεις που εκφράστηκαν στη δημόσια συζήτηση για το σωματίδιο Higgs.

Η Πράξη με τίτλο: «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣ. Ανάπτυξη της ιστορικής
έρευνας: μελέτες και ψηφιακές εφαρμογές» και κωδικό
MIS 5002357 εντάσσεται στη «Δράση Στρατηγικής
Ανάπτυξης Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων» και
χρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
«Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία»
στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, με τη συγχρηματοδότηση
της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό
Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης).